- νομίσεως
- νομίσεω̆ς , νόμισιςbelieffem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόμισις — νόμισις, ἡ (ΑΜ) [νομίζω] 1. ό,τι νομίζει κάποιος, η γνώμη, η ιδέα («παρρησία τῆς νομίσεως», Δίων Κάσσ.) 2. πίστη, ό,τι πιστεύει κάποιος («τῆς ἀνθρωπείας... εἰς τὸ θεῑον νομίσεως», Θουκ.) … Dictionary of Greek